- ἐπιστροφάδην
- ἐπιστροφάδηνturning this way and that wayindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστροφάδην — ἐπιστροφάδην (Α) επίρρ. 1. εδώ κι εκεί, σε διάφορα σημεία 2. στρέφοντας το σώμα 3. με ζωηρότητα, με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στροφάδην (< στροφός)] … Dictionary of Greek